εὐστάθει

εὐστάθει
εὐσταθέω
to be steady
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
εὐσταθέω
to be steady
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευσταθεί — (παρατατ. ευσταθούσε, ως προσ. ή απρόσ.) ευσταθούν (παρατ. ευσταθούσαν, ως προσ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εὐσταθεῖ — εὐσταθέω to be steady pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐσταθέω to be steady pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) εὐσταθής well based masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐσταθής well based masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεμήλιος — Κεμήλιος, ὁ (Α) πιθ. προσωνυμία τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς «μικρό ελάφι», πιθ. λόγω τών δερμάτων από ελάφια που ο Διόνυσος εθεωρείτο ότι φορούσε. Δεν φαίνεται να ευσταθεί η σύνδεση τής λ. με το κειμήλιον] …   Dictionary of Greek

  • άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …   Dictionary of Greek

  • άση — ἄση, η (Α) 1. η αηδία, η ναυτία 2. η αγωνία, η απελπισία 3. ο πόθος 4. η λάσπη του ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του τ. άση (αιολ. άσα) με το άσαι, απρμφ. αορ. του ρ. *άω «χορταίνω», είναι μεν σημασιολογικά δυνατός, δεν δικαιολογεί όμως τον… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… …   Dictionary of Greek

  • αρματολός — και αρματωλός, ο ένοπλος χριστιανός στην υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. αρματολός < *αρματο λόγος «αυτός που ασχολείται με τα άρματα», με σίγηση του ενδοφωνηεντικού γ . Η άποψη πως το αμαρτωλός (με ω ) προήλθε από συμφυρμό των …   Dictionary of Greek

  • αρνευτήρ — ἀρνευτήρ, ο (Α) 1. ο ακροβάτης 2. ο δύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνευτήρ, σύμφωνα με αρχαία ήδη ετυμολογία της λέξης, ανάγεται στο αρήν, αρνός «πρόβατο», λόγω των κινήσεων των αρνευτήρων («ακροβατών») κατά τις κυβιστήσεις, που έδιναν την εντύπωση ότι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”